- υποπους
- ὑπόπουςὑπό-πους2, gen. ποδος снабженный ногами
(ζῷον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῷον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόπους — ουν, Α αυτός που έχει κάτω από το σώμα του πόδια («ἅπαν δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς πόδας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. πρό πους)] … Dictionary of Greek
ὑποπόδων — ὑπόπους furnished with feet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδα — ὑπόπους furnished with feet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδες — ὑπόπους furnished with feet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδι — ὑπόπους furnished with feet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδος — ὑπόπους furnished with feet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποσι — ὑπόπους furnished with feet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπουν — ὑπόπους furnished with feet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
pop — POP1, popi, s.m. 1. Stâlp, bârnă, par, prăjină etc. având diverse întrebuinţări, mai ales ca element de susţinere sau de sprijin: a) bucată lungă de lemn, prăjină sau par, folosite pentru a sprijini în mod provizoriu un gard, crengile unui pom… … Dicționar Român